Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν οὔρεσι

См. также в других словарях:

  • οὔρεσι — οὔ̱ρεσι , ὄρος implement for pressing grapes neut dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • HAMADRYADLS — nhymphae. Virg. Ecl. 10. v. 62. Iam neque Hamadryades rursus; nec carmina nobis Ipsa placent. Ubi Serv. Nymphae, inquit, sunt, quae cum arboribus nascuntur et intereunt; ἀπὸ τȏυ ἅμα, καὶ τῆς δρυὸς, qualis fuit illa, quam Erisichthon occidit. Ovid …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MATIENI — populi Asiae Armeniis proximi. De quibus Dion. v. 1002. Α᾿νέρες Α᾿ρμένιοι τε καὶ ἀγχέμαχοι Ματιηνοὶ Οὔρεσι κεκλιμενοι, ποταμοῦ πρόπαρ Εὐφρήταο Πιόνες ἁφνειοί τε, καὶ Α῎ρεος ἐῦ δεδαῶτες. Item populi Cappadociae, ad dextram Halys ripam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • ουρεσιβώτης — οὐρεσιβώτης, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που βόσκει στα όρη («θηρῶν, οὓς ὅδ ἔχει χῶρος οὐρεσιβώτας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + βώτης (< βόσκω), πρβλ. ιππο βώτης] …   Dictionary of Greek

  • ουρεσιφοίτης — οὐρεσιφοίτης, ὁ, θηλ. οὐρεσιφοῑτις, ίτιδος (Α) αυτός που συχνάζει, που περιφέρεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. οὔρεσι τού οὖρος, εος (V), ιων. τ. τού όρος (ΙΙ) + φοίτης (< φοιτῶ)] …   Dictionary of Greek

  • ωμοτόκος — ον, Α 1. αυτός που γεννά πρόωρα, που αποβάλλει 2. (για τις ωδίνες) αυτός που συνοδεύει πρόωρο τοκετό («θῆρες ἐν οὔρεσι πολλάκι σεῑο ὠμοτόκους ὠδῑνας ἀπηρείσαντο λέαιναι», Καλλ.) 3. μτφ. (για αμπέλι) αυτός τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»